πηγαίνω

πηγαίνω
(αόρ. (ε)πήγα) 1. αμετ.
1) идти; ехать;

πηγαίνω με τα πόδια — идти пешком;

πηγαίνω με το ποδήλατο — ездить на велосипеде;

2) ходить; посещать;

πηγαίνω συχνά στο θέατρο — ходить часто в театр;

3) уходить, уезжать; отправляться;

καιρός να πηγαίνουμε — пора уходить, уезжать;

4) проходить (о времени);
πάνε πέντε χρόνια прошло пять лет; πάνε τα παλιά прошли старые времена; 5) быть к лицу, идти (тж. перен. ); приличествовать, подобать; δεν πάει неприлично, неуместно; δεν σού πάει αυτό прям. , перен. это тебе не к лицу; δεν πάει να λες ψέματα нехорошо лгать; 6) идти, использоваться; требоваться, уходить; μου πήγανε δυό χιλιάδες σε γιατρούς και φάρμακα у меня ушло две тысячи на врачей и лекарства; θα πάει πολύ τσιμέντο (на это) пойдёт много цемента; παν πολλά λεφτά ушло, потрачено много денег; τα κουρέλια πάνε γιά την κατασκευή χαρτιού тряпьё идёт на изготовление бумаги; 7) идти (о часах); действовать, работать; τό ρωλόϊ μου δεν πάει σωστά мой часы идут неправильно; 8) перен. идти (о делах и т. п.); обстоять; πώς πάει η υγεία (υπόθεση) σας; как ваше здоровье?; (ваши дела)?; πώς πάνε οι δουλειές; или πώς παν τα πράγματα; как идут дела?; πάνε καλά τώρα τα οικονομικά μου мой финансовые] дела идут хорошо; 9) дойти (до какого-л. уровняо жидкости); наполниться или опорожниться (до какого-л. уровняо сосуде); τό νερό πήγε ως τη μέση вода дошла до середины; η μποτίλλια πήγε ως τη μέση в бутылке осталась половина (содержимого); 10) пропадать; όλοι οι κόποι μου πάνε χαμένοι все мои труды пропадают даром; πάω χαμένος я пропал; πάει ο καημένος умер бедняга; 11) годиться, подходить; αυτό το χαρτί δεν πάει такая бумага не годится; 12) απρόσ. приближаться (о времени); πάει η ώρα εφτά скоро семь; πάει μεσημέρι скоро полдень; 13): πάω γιά... собираться стать кем-л., стремиться к чему-л., метить; πάει γιά γαμπρός он метит в зятья; § να προσγειωθώ идти на посадку; πάω μπρος (или μπροστά) а) быть во главе, возглавлять; б) продвигаться, преуспевать; τί πάει να πεί; что это значит?, что это означает?;

πηγαίνω με κάποιον — дружить с кем-л.;

2. μετ.
1) водить, вести;

πηγαίνω κάποιον στον γιατρό — вести кого-л. к доктору;

2) нести, относить;

πηγαίνω την βαλίτσα στο σταθμό — относить чемодан на вокзал;

3) ставить, делать ставку (в азартных играх);
πάω ένα κατοστάρικο στο κόκκινο делать ставку в 100 драхм на красное;

§ πηγαίνω στην τύχη ( — или στα κουτουρού) — идти наобум, наудачу;

πηγαίνω αντίθετα — идти вразрез с чём-л.;

τον πάω στο δικαστήριο подавать на кого-л. в суд;
πάει στο καλό он (слава богу) ушёл; πού θα μού πάς; куда ты от меня денешься?, ты от меня не уйдёшь!; πάει κι' έρχεται а) он ходит туда и обратно; б) сойдёт; так себе; куда ни шло; δεν ξέρει πού πάν τα τέσσερα он ничего абсолютно не знает, он невежда; он ни бельмеса не понимает; από δω παν (κι') οι άλλοι ищи ветра в поле; άς πάει στην ευχή пусть с богом уходит; πήγαινε στο καλό уходи подобру-поздорову, оставь меня в покое; τον πήγα στην αστυνομία я заявил на него в полицию; τέσσερες να σε πάν подохни; πες μου με ποιόν πάς να σού πω ποιός είσαι скажи мне, кто твой друг, и я скажу тебе, кто ты;

τα πηγαίνω καλά με κάποιον — ладить с кем-л., жить дружно;

δεν τα πάει καλά με τη γυναίκα του у него плохие отношения с женой;
πάω (или πάει) καλύτερα состояние улучшилось (о больном); πού θα πάει αύτη η κατάσταση; чем всё это кончится?; πάω να τρελλαθώ απ' τον πόνο я с ума схожу от боли; ας πάει και το παλιάμπελο! мне ничего не жаль, не жалко денег (на что-л.); πάω πάσο я пас (в игре); στην υπόθεση αυτή πάω πάσο я не хочу вмешиваться в это дело; του πήγε πέντε πέντε (или ζουμί, ριπιτίδι) он струсил; πάει μακρυά η βαλίτσα или πάει σε μάκρος η δουλιά дело затягивается; πήγε γιά μαλλί και βγήκε (или κι' ήρθε) κουρεμένος посл, пошёл по шерсть, а вернулся стриженным; πήγε γιά μαμμή κι' έγινε (или κι' έκατσε γιά) λεχώνα посл, пошла по масло, а в печи погасло; Γιάννης πήγε Γιάννης ήρθβ погов, каким он был, таким и остался; όταν πήγαινες εσύ, εγώ γύριζα погов, яйца курицу не учат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "πηγαίνω" в других словарях:

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — πάω / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πηγαίνω — πήγα, πηγεμένος και παγεμένος 1. πορεύομαι, πάω κάπου: Πήγα κι ήρθα τόσες φορές. 2. πάω συχνά, συχνάζω κάπου: Δεν πηγαίνω στο γήπεδο. 3. φεύγω, αναχωρώ: Είναι ώρα να πηγαίνουμε. 4. μτφ., βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση, εξελίσσομαι, καταντώ: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημερονυκτοβαίνω — πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου, μέρα νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + νυκτ(ο) (< νυξ) + βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξαναπάω — πηγαίνω κάπου για δεύτερη ή για πολλοστή φορά …   Dictionary of Greek

  • πηγαινοέρχομαι — πηγαίνω κι έρχομαι συχνά: Πηγαινοέρχεται από το γραφείο στο σπίτι δυο φορές την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …   Dictionary of Greek

  • μεθέπω — (Α) (μόνο ποιητ., ιδίως επικ.) 1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.) 3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»